χαρίζεται

χαρίζεται
χαρίζομαι
say
pres ind mp 3rd sg
χαρίζω
say
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαρίζετ' — χαρίζεται , χαρίζομαι say pres ind mp 3rd sg χαρίζετο , χαρίζομαι say imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) χαρίζετε , χαρίζω say pres imperat act 2nd pl χαρίζετε , χαρίζω say pres ind act 2nd pl χαρίζεται , χαρίζω say pres ind mp 3rd sg χαρίζετο …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • дарити — ДАР|ИТИ (14), Ю, ИТЬ гл. 1.Одаривать, жаловать (кого л.): и присла к неи ц҃рь Гречьскии гл=ѩ. ˫ак(о) много дарихъ тѩ. ЛЛ 1377, 18 (955); да аще хощеть дарити ѿ своѥ˫а части. жену си вѣщную то дарить. достоиною частью. ЗС XIV, 40 об.; и даривъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • даровати — ДАР|ОВАТИ (253), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1. Одаривать, жаловать, награждать кого л.: ˫ако таковаго можѩ [вм. мѹжа?] чьтѹще и дарѹюще. (χαριζόμενοι) ЖФСт XII, 142 об.; рече тѹне при˫асте тѹне даруите приемлющихъ вы ни бо мьздо(ю) си˫а при˫асте. ни… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • δημοχαριστής — δημοχαριστής, ο (Α) αυτός που χαρίζεται στον λαό, που τόν κολακεύει …   Dictionary of Greek

  • κύων — ο, η (AM κύων, κυνός, ό, ή) 1. σκύλος («Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι», Ομ. Οδ.) 2. (ως υβριστική λέξη) θρασύς, αναιδής και αναίσχυντος σαν τον σκύλο («δᾱερ ἐμεῑο κυνός, κακομηχάνου ὀκρυοέσσης», Ομ. Ιλ.) 3. πιστός σαν τον σκύλο… …   Dictionary of Greek

  • ξίδι — το (Μ ξίδι και ξίδιν και ὀξίδιον) ξινό υγρό που παρασκευάζεται από μία ποικιλία ποτών, και ιδίως τού κρασιού, ή άλλων αλκοολούχων διαλυμάτων με οξική ζύμωση η οποία τα μετατρέπει σε υγρά που περιέχουν οξικό οξύ και που χρησιμοποιείται ως… …   Dictionary of Greek

  • χαρίζομαι — ΝΜΑ [χάρις] 1. κάνω χάρη σε κάποιον, τόν ευνοώ (α. «μην τού χαριστείς σε καμία περίπτωση» β. «ποίησε χαριζόμενος Διί», Θέογν.) 2. (γενικά) συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω, συναινώ (α. «δεν χαρίζεται εύκολα» β. «δίεμαι μὲν χαρίσασθαι, δίεμαι δ ἀντία… …   Dictionary of Greek

  • αμίλητος — η, ο 1. εκείνος που δε μιλά, λιγόλογος, σεμνός: Στεκόταν αμίλητος σαν ψάρι. 2. δύσκολος, απλησίαστος: Αμίλητος κι αγέλαστος, δεν έδινε θάρρος σε κανένα. 3. εκείνος που δε μιλιέται, δε χαρίζεται: Και να τον παρακαλέσω δε θα σου κάνει τίποτε· είναι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμερόληπτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε χαρίζεται, ακέραιος, δίκαιος: Γνώριζε πόσο αμερόληπτος ήταν ο δικαστής, γι αυτό δεν ανησυχούσε για την απόφασή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χάρισμα — το, ατος 1. ό,τι χαρίζεται, δώρο, δωρεά. 2. προσόν, προτέρημα, αρετή, δώρο της φύσης, ταλέντο: Η ομορφιά είναι φυσικό χάρισμα. 3. ως επίρρ. σημαίνει δωρεάν, τζάμπα: Μου τα δωσε χάρισμα. 4. φρ., «χάρισμά σου», σου το χαρίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”